Η Ιατρική Και η Ευγνωμοσύνη: Μια Ιστορία Σώματος και Ψυχής

 

Μια Παιδική Καταστροφή και η Δύναμη της Ανθρώπινης Καλοσύνης

Ήμουν πέντε ετών όταν οι γονείς μου χάθηκαν σε ένα θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα. Τότε, στην ηλικία εκείνη, η έννοια του θανάτου μου ήταν άγνωστη και ακατανόητη.

Για μέρες καθόμουν πλάι στο παράθυρο, ελπίζοντας μάταια πως η εξώπορτα θα άνοιγε και εκείνοι θα γυρίζανε στο σπίτι. Όμως, δεν συνέβη ποτέ. Η παιδική μου ηλικία πήρε τη μορφή μιας βαλίτσας πάντα έτοιμης για αναχώρηση: καταφύγια, οικοτροφεία και ανάδοχες οικογένειες διαδέχονταν το ένα το άλλο, χωρίς ποτέ να νιώθω πραγματικά πως βρισκόμουν σε σπίτι.

Η μόνη μου σταθερά ήταν το σχολείο. Εκεί κατάφερα να βρω ασφάλεια και να πιαστώ γερά, αναζητώντας ελπίδα. Με υποτροφία κατόρθωσα να φτάσω στο κολλέγιο και εν συνεχεία στην Ιατρική Σχολή. Μετά από χρόνια έντονης μελέτης και ατελείωτες βάρδιες, έγινα χειρουργός. Σήμερα, σε ηλικία τριάντα οχτώ ετών, οι μέρες μου κυλούν ανάμεσα σε εργαλεία, οθόνες και αναστεναγμούς που κρέμονται σαν σιωπηλές προσευχές. Παρότι εξαντλητικό, δεν θα άλλαζα αυτό το μονοπάτι.

Μια όμως στιγμή του παρελθόντος επιμένει να με ακολουθεί.

Ήμουν οκτώ χρονών όταν χάθηκα σε ένα δάσος μέσα σε μια σφοδρή χιονοθύελλα. Ένα θαμπό άσπρο κάλυμμα, ένας άνεμος που κοφτερός έκοβε σαν μαχαίρι, και το τοπίο γινόταν αδιάφορα ίδιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Είχα απομακρυνθεί πολύ από το καταφύγιο όπου ζούσα τότε. Φώναζα μέχρι που η φωνή μου εξασθενημένη χάθηκε. Τα χέρια μου είχαν παγώσει και το παλτό ήταν ανεπαρκές για τις θερμοκρασίες.

Τότε εμφανίστηκε εκείνος.

Ένας άνδρας τυλιγμένος με πολλά και μπαλωμένα ρούχα, με μια λευκή γενειάδα και δύο ανοιχτόχρωμα μάτια γεμάτα στοργή. Με αγκάλιασε προσεκτικά και με οδήγησε μακριά από την παγωνιά. Σε ένα καφενείο κατά μήκος του δρόμου, δαπάνησε τα τελευταία του ψιλά για να μου πάρει ζεστό τσάι και ένα σάντουιτς. Κάλεσε την αστυνομία, με παρέδωσε σε υπεύθυνους και χάθηκε μέσα στη νύχτα χωρίς να ζητήσει συγχαρητήρια ή ευχαριστίες.

Τριάντα χρόνια πέρασαν από εκείνη την ώρα. Δεν τον ξαναείδα…

Μέχρι σήμερα.

Στο μετρό της πόλης υπήρχε το συνηθισμένο πλήθος κουρασμένων επιβατών. Επέστρεφα από μια εξαντλητική βάρδια, με το μυαλό μου να κυμαίνεται ανάμεσα στην κόπωση και τη σιωπή, όταν το βλέμμα μου καρφώθηκε σ’ έναν άνδρα καθισμένο λίγο πιο κάτω. Κάτι σε εκείνον μου φάνηκε οικείο. Ώσπου είδα το τατουάζ: ένας ξεθωριασμένος άγκυρας στο μπράτσο του. Η ανάμνηση ξύπνησε έντονα.

“Εσύ είσαι… ο Μάρκ;” ρώτησα.

Αυτός σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε προσεκτικά. «Το κοριτσάκι στη χιονοθύελλα;»

Να ‘μαι, μόνο που είχε περάσει πολύς καιρός. «Μου έσωσες τη ζωή και δεν το ξέχασα ποτέ.» Κι ύστερα αργά ρώτησα: «Ζεις έτσι όλα αυτά τα χρόνια;»

Δεν απάντησε, και του είπα: «Έλα μαζί μου. Άφησέ με να σου προσφέρω έστω ένα γεύμα.»

Στην αρχή αρνήθηκε, η περηφάνια του λειτουργούσε ως ασπίδα. Αλλά δεν δέχτηκα αρνητική απάντηση. Τον πήρα για δείπνο και έπειτα σε ένα μαγαζί για να αγοράσω ζεστά ρούχα. Παράπονα υπήρχαν, επιμένοντα δικά μου.

  • Κράτησα τη φροντίδα μου αμείωτη.
  • Κράτησα την αλληλεγγύη ζωντανή.
  • Έκλεισα δωμάτιο σε ένα μικρό μοτέλ στην άκρη της πόλης για να νιώσει ασφαλής.

«Δεν έπρεπε να το κάνεις, μικρή», μου είπε.

«Το ξέρω. Αλλά θέλω να το κάνω» απάντησα με σταθερότητα.

Την επόμενη μέρα περίμενα έξω από το μοτέλ. «Θέλω να σε βοηθήσω να στηριχτείς ξανά. Τα χαρτιά σου, ένα σταθερό σπίτι, κάποιον να επικοινωνήσεις. Μπορώ να αναλάβω αυτά.»

Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του, πλην όμως στα μάτια του διέκρινα μια σκιά. «Εκτιμώ πολύ. Αλλά ο χρόνος μου λίγος απομένει.» Η φωνή του ήταν ήρεμη. «Οι γιατροί λένε πως η καρδιά μου δεν αντέχει. Δεν υπάρχει κάτι περαιτέρω που μπορούν να κάνουν.»

Κατάπια τη θλίψη που μέτραγα σαν βαρύ κόμπο στο λαιμό. «Πριν φύγω, υπάρχει κάτι που θα ήθελα», πρόσθεσε ο Μάρκ. «Να δω ξανά τη θάλασσα.»

Ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το νοσοκομείο.

«Σοφία, χρειάζονται τη βοήθειά σου αμέσως», είπε ο συνάδελφος με ανησυχία στη φωνή. «Μία μικρή κοπέλα με εσωτερική αιμορραγία. Δεν υπάρχει άλλος χειρουργός διαθέσιμος.»

Ο Μάρκ με κοίταξε και μου έδωσε τη συγκατάθεσή του με μια κίνηση κεφαλής. «Πήγαινε. Σώσέ την. Αυτή είναι η δουλειά σου.»

«Λυπάμαι», ψιθύρισα. «Αλλά αμέσως μετά, θα φύγουμε. Σου το υπόσχομαι.»

Με το τέλος της κλήσης έτρεξα προς το μοτέλ. Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς χτυπούσα την πόρτα.

Μα δεν πήρα καμία απάντηση.

Προσπάθησα ξανά. Ακόμη σιωπή.

Μόλις η πόρτα άνοιξε, τον αντίκρισα ξαπλωμένο στο κρεβάτι, τα μάτια του κλειστά, το πρόσωπό του γαλήνιο. Είχε φύγει.

Τα δάκρυα κυλούσαν αθόρυβα. «Συγγνώμη», ψιθύρισα. «Για την καθυστέρηση. Για το ότι δεν κατάφερα να σε πάρω στη θάλασσα.»

Δεν μπόρεσα να τον συνοδεύσω στην ακτή, όμως φρόντισα να ταφεί εκεί, κοντά στη θάλασσα. Οι κύματα φτάνουν να αγγίζουν το χορτάρι του τάφου του και όταν ο άνεμος σηκώνει το νερό, μοιάζει σαν να τον χαιρετά με μια απαλή αγκαλιά.

Η παρουσία του Μάρκ δεν υπάρχει πλέον, όμως το μεγαλείο της καλοσύνης του μένει ζωντανό. Πριν από τριάντα χρόνια, με έσωσε από το χιόνι. Σήμερα, εγώ προσπαθώ καθημερινά να σώσω κάποιον άλλο. Έτσι συνεχίζω την πράξη του: μία ζωή κάθε φορά, με ένα ευχαριστώ που διαρκεί στο χρόνο.

Η εμπειρία αυτή αναδεικνύει τη δύναμη της συμπόνιας και πώς μια καλή πράξη μπορεί να επηρεάσει ζωές μακροπρόθεσμα.

Leave a Comment